- ἀσκηθεῖς
- ἀσκηθήςunhurtmasc/fem acc plἀσκηθήςunhurtmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσκηθείς — ἀσκέω work aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρωμα — και κέρωμα, το (ΑΜ κήρωμα) [κηρώ] η επικάλυψη, η επάλειψη ενός αντικειμένου με κερί μσν. αρχ. τόπος κοντά στην παλαίστρα όπου οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με ύλη που περιείχε κερί μσν. μτφ. παλαίστρα αρχ. 1. το επικάλυμμα από κερί 2. πράγμα… … Dictionary of Greek